- αγιοπρεπής
- -ές (Μ ἁγιοπρεπής)αυτός που αρμόζει στους αγίους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + πρέπω.ΠΑΡ. αγιοπρέπεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγιοπρέπεια — η [αγιοπρεπής] ευσέβεια, ιερότητα, αγιότητα … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱՎԱՅԵԼՈՒՉ — ( ) NBH 2 0761 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. ἀγιοπρεπής sanctis conveniens, sanctos condecens, sanctus et decorus, sacrosanctus. Վայելչական սրբոց. սրբութեամբ վայելչացեալ. սրբազնավայելուչ. սուրբ. *Սրբավայելուչս առանձնաւորութիւնս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)